κυτόστομα

κυτόστομα
το
βλ. κυτταρόστομα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυτταρόστομα — και κυτόστομα, το ζωολ. μόνιμος ή παροδικός πόρος τής πλασματικής μεμβράνης τών πρωτοζώων ο οποίος έχει λειτουργία στόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταρόστομα είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytostome < cyt(o) (βλ. κυτταρο …   Dictionary of Greek

  • παραμήκιο — Γένος πρωτόζωων της ομοταξίας των βλεφαριδωτών ή εγχυματογενών. To paramaecium aurelia, που παίρνουμε ως παράδειγμα, είναι μονοκύτταρος οργανισμός, σχήματος ωοειδούς, μήκους περίπου 0,25 χιλιοστών, ο οποίος ζει στα εγχύματα και στα βαλτώδη νερά.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”